παραθετικά
θετικός commonly
συγκριτικός more commonly
υπερθετικός most commonly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
commonly < common + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

commonly (en)

  • συνήθως, κοινώς
    In the fall, it commonly rains.
    Το φθινόπωρο συνήθως βρέχει.
    That very commonly happens.
    Αυτό συμβαίνει συνηθέστατα.
    as it’s commonly known - κατά τα κοινώς λεγόμενα
    Thomas, more commonly known as Tom.
    Ο Θωμάς, πιο γνωστός ως Τομ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη usually