commonly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | commonly |
συγκριτικός | more commonly |
υπερθετικός | most commonly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcommonly (en)
παραθετικά | |
θετικός | commonly |
συγκριτικός | more commonly |
υπερθετικός | most commonly |
commonly (en)