commun
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- commun < παλαιά γαλλική comun < λατινική communis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | commun | communs |
θηλυκό | commune | communes |
commun (fr)
Εκφράσεις
επεξεργασία- le commun des mortels': οι απλοί θνητοί
- lieu commun