lieu commun
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
lieu commun | lieux communs |
lieu commun (fr) αρσενικό
- η κοινοτοπία, η κοινοτυπία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lieu commun | lieux communs |
lieu commun (fr) αρσενικό