↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοτοπία οι κοινοτοπίες
      γενική της κοινοτοπίας των κοινοτοπιών
    αιτιατική την κοινοτοπία τις κοινοτοπίες
     κλητική κοινοτοπία κοινοτοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινοτοπία (ήδη από το 1896)[1] < συγχώνευση της φράσης κοινός τόπος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lieu commun ή από την αγγλική commonplace σύμφωνα με τη σημασία της λέξης τόπος στα αρχαία ελληνικά (διαφορετική η σημασία για την αρχαία ελληνική κοινός τόπος (κάτι συνηθισμένο) > λατινική locus communis).[2][3] Μορφολογικά αναλύεται σε κοινο- + τόπ(ος) + -ία. Δείτε και τις #Σημειώσεις.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.no.toˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νο‐το‐πί‐α
παρώνυμο: κοινοτυπία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοινοτοπία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κοινός και τόπος

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κοινοτοπία - σελ. 562, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. κοινοτοπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. κοινοτοπίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. κοινοτοπία (κοινοτοπία ή κοινοτυπία;) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.