πρωτοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτοτυπία < μεσαιωνική ελληνική πρωτοτυπία < πρωτότυπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική originalité)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοτυπία θηλυκό
- το να είναι κάποιος πρωτότυπος, η ιδιότητα του πρωτότυπου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτοτυπία