Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτότυπος η πρωτότυπη το πρωτότυπο
      γενική του πρωτότυπου της πρωτότυπης του πρωτότυπου
    αιτιατική τον πρωτότυπο την πρωτότυπη το πρωτότυπο
     κλητική πρωτότυπε πρωτότυπη πρωτότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτότυποι οι πρωτότυπες τα πρωτότυπα
      γενική των πρωτότυπων των πρωτότυπων των πρωτότυπων
    αιτιατική τους πρωτότυπους τις πρωτότυπες τα πρωτότυπα
     κλητική πρωτότυποι πρωτότυπες πρωτότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πρωτότυπος < πρωτο- + τύπος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈto.ti.pos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ti.pi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ti.po/ ουδέτερο

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πρωτότυπος

  1. που λέγεται ή γράφεται για πρώτη φορά κι εκφράζει κάτι νέο και διαφορετικό
     συνώνυμα: νεωτερικός, πρωτοποριακός
     αντώνυμα: κοινότοπος, συνηθισμένος, τετριμμένος
  2. που έγινε πρώτος και συνιστά τη βάση για όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούν
  3. (για πρόσωπο) που δεν επαναλαμβάνει προηγούμενα πρότυπα, αλλά τα λόγια ή οι πράξεις του χαρακτηρίσζονται από νεωτερισμό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία