↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτότυπος η πρωτότυπη το πρωτότυπο
      γενική του πρωτότυπου της πρωτότυπης του πρωτότυπου
    αιτιατική τον πρωτότυπο την πρωτότυπη το πρωτότυπο
     κλητική πρωτότυπε πρωτότυπη πρωτότυπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτότυποι οι πρωτότυπες τα πρωτότυπα
      γενική των πρωτότυπων των πρωτότυπων των πρωτότυπων
    αιτιατική τους πρωτότυπους τις πρωτότυπες τα πρωτότυπα
     κλητική πρωτότυποι πρωτότυπες πρωτότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτότυπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτότυπος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική original, συνώνυμο του prototype. [1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτό- + -τυπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈto.ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τό‐τυ‐πος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτότυπος, -η, -ο

  1. που λέγεται ή γράφεται για πρώτη φορά κι εκφράζει κάτι νέο και διαφορετικό
     συνώνυμα: νεωτερικός, πρωτοποριακός, καινοφανής
     αντώνυμα: κοινότοπος, συνηθισμένος, τετριμμένος
  2. που δημιουργήθηκε πρώτος και συνιστά τη βάση για όλα τα υπόλοιπα που ακολουθούν
    → δείτε και τον όρο πρωτότυπη λέξη
  3. (για πρόσωπο) που δεν επαναλαμβάνει προηγούμενα πρότυπα, αλλά τα λόγια ή οι πράξεις του χαρακτηρίσζονται από νεωτερισμό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πρώτος και τύπος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πρωτότυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρωτότυποςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρωτότυπος τὸ πρωτότυπον
      γενική τοῦ/τῆς πρωτοτύπου τοῦ πρωτοτύπου
      δοτική τῷ/τῇ πρωτοτύπ τῷ πρωτοτύπ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρωτότυπον τὸ πρωτότυπον
     κλητική ! πρωτότυπε πρωτότυπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρωτότυποι τὰ πρωτότυπ
      γενική τῶν πρωτοτύπων τῶν πρωτοτύπων
      δοτική τοῖς/ταῖς πρωτοτύποις τοῖς πρωτοτύποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πρωτοτύπους τὰ πρωτότυπ
     κλητική ! πρωτότυποι πρωτότυπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πρωτοτύπω τὼ πρωτοτύπω
      γεν-δοτ τοῖν πρωτοτύποιν τοῖν πρωτοτύποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτότυπος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική (πρῶτος) πρωτό- + -τυπος (τύπος)

  Επίθετο

επεξεργασία

πρωτότυπος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα

επεξεργασία