καινοφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καινοφανής | η | καινοφανής | το | καινοφανές |
γενική | του | καινοφανούς* | της | καινοφανούς | του | καινοφανούς |
αιτιατική | τον | καινοφανή | την | καινοφανή | το | καινοφανές |
κλητική | καινοφανή(ς) | καινοφανής | καινοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καινοφανείς | οι | καινοφανείς | τα | καινοφανή |
γενική | των | καινοφανών | των | καινοφανών | των | καινοφανών |
αιτιατική | τους | καινοφανείς | τις | καινοφανείς | τα | καινοφανή |
κλητική | καινοφανείς | καινοφανείς | καινοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καινοφανής < μεσαιωνική ελληνική καινοφανής < αρχαία ελληνική καινός + -φανής < φαίνομαι
Επίθετο
επεξεργασίακαινοφανής, ής, ές
- (συχνά με αρνητική χροιά) που εμφανίζεται για πρώτη φορά, πρωτοεμφανιζόμενος
- καινοφανής τραγουδιστής, καινοφανείς δικαιολογίες
- ⮡ συμβάν καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα
- (αστρονομία) καινοφανής αστέρας: είδος αστέρα που διακρίνεται για πρώτη φορά με το γυμνό μάτι κατά την ξαφνική αύξηση της λαμπρότητάς του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καινοφανής