καινοφανής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καινοφανής < μεσαιωνική ελληνική καινοφανής < αρχαία ελληνική καινός + -φανής < φαίνομαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καινοφανής, ής, ές
- (συχνά με αρνητική χροιά) που εμφανίζεται για πρώτη φορά, πρωτοεμφανιζόμενος
- καινοφανής τραγουδιστής, καινοφανείς δικαιολογίες
- ↪ συμβάν καινοφανές για τα ελληνικά δεδομένα
- (αστρονομία) καινοφανής αστέρας: είδος αστέρα που διακρίνεται για πρώτη φορά με το γυμνό μάτι κατά την ξαφνική αύξηση της λαμπρότητάς του
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καινοφανής