καινός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καινός | η | καινή | το | καινό |
γενική | του | καινού | της | καινής | του | καινού |
αιτιατική | τον | καινό | την | καινή | το | καινό |
κλητική | καινέ | καινή | καινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καινοί | οι | καινές | τα | καινά |
γενική | των | καινών | των | καινών | των | καινών |
αιτιατική | τους | καινούς | τις | καινές | τα | καινά |
κλητική | καινοί | καινές | καινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καινός[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐νός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καινός, -ή, -ό
- που μόλις εμφανίστηκε, παρουσιάστηκε
- ↪ η Καινή Διαθήκη
- ↪ καινός άνθρωπος
- ≈ συνώνυμα: καινούργιος, νέος, πρόσφατος
- που ξαφνιάζει, εντυπωσιάζει, που είναι απροσδόκητος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- καινά δαιμόνια ιδέες που φθείρουν τα χρηστά ήθη
- Ἀδικεῖ Σωκράτης, οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἓταιρα δὲ καινὰ δαιμόνια, τούς τε νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος.
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καινός
Επεξεργασία
- ↑ καινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.