κενός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κενός | η | κενή | το | κενό |
γενική | του | κενού | της | κενής | του | κενού |
αιτιατική | τον | κενό | την | κενή | το | κενό |
κλητική | κενέ | κενή | κενό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κενοί | οι | κενές | τα | κενά |
γενική | των | κενών | των | κενών | των | κενών |
αιτιατική | τους | κενούς | τις | κενές | τα | κενά |
κλητική | κενοί | κενές | κενά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κενός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κενός [1]
Επίθετο
επεξεργασίακενός, -ή, -ό
- που δεν περιέχει τίποτα
- που δεν έχει συμπληρωθεί, που δεν έχει καταληφθεί
- διαγωνισμός για την πλήρωση των κενών θέσεων
- την Τετάρτη, έχω πολλές κενές ώρες
- χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, που δεν έχει νόημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που δεν περιέχει τίποτα
→ δείτε τη λέξη άδειος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κενός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κενός | ἡ | κενή | τὸ | κενόν |
γενική | τοῦ | κενοῦ | τῆς | κενῆς | τοῦ | κενοῦ |
δοτική | τῷ | κενῷ | τῇ | κενῇ | τῷ | κενῷ |
αιτιατική | τὸν | κενόν | τὴν | κενήν | τὸ | κενόν |
κλητική ὦ! | κενέ | κενή | κενόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κενοί | αἱ | κεναί | τὰ | κενᾰ́ |
γενική | τῶν | κενῶν | τῶν | κενῶν | τῶν | κενῶν |
δοτική | τοῖς | κενοῖς | ταῖς | κεναῖς | τοῖς | κενοῖς |
αιτιατική | τοὺς | κενούς | τὰς | κενᾱ́ς | τὰ | κενᾰ́ |
κλητική ὦ! | κενοί | κεναί | κενᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κενώ | τὼ | κενᾱ́ | τὼ | κενώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κενοῖν | τοῖν | κεναῖν | τοῖν | κενοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κενός < *κενϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱen-
Πηγές
επεξεργασία- κενός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κενός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.