κούφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κούφιος < αρχαία ελληνική κοῦφος (από τη μεταφορική του σημασία)
Επίθετο
επεξεργασίακούφιος
- που είναι άδειος στο εσωτερικό του ενώ κανονικά είναι συμπαγής
- ※ Ο τελευταίος πασατέμπος ήτανε κούφιος, δεν είχε τίποτα μέσα. (Μάριος Χάκκας, Το σινεμά)
- (κατ’ επέκταση) που έχει χαλάσει το εσωτερικό του
- (κατ’ επέκταση), (μεταφορικά) που θεωρείται ότι έχει κούφιο κεφάλι, ότι δεν έχει μυαλό, ρηχός, ελαφρός
- (μεταφορικά) που δεν έχει ουσία ή αξία, κενός από νόημα
- ※ Τώρα που δεν έβρισκε τι να πει, η τυπική αυτή και κούφια φράση ερχότανε αυθόρμητα να τον βοηθήσει. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])