νόημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νόημα | τα | νοήματα |
γενική | του | νοήματος | των | νοημάτων |
αιτιατική | το | νόημα | τα | νοήματα |
κλητική | νόημα | νοήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νόημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόημα[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανόημα ουδέτερο
- έννοια, σημασία
- το νόημα αυτής της φράσης είναι ξεκάθαρο
- λογική
- αυτό που γράφεις δε βγάζει νόημα
- σημασία, σκοπός, λόγος, αξία
- ποιο είναι το νόημα της παρουσίας τους εδώ;
- δεν έχει κανένα νόημα να πας τώρα
- νεύμα, γνέψιμο
- μου έκανε νόημα να μπω
- (μεταφορικά) εντός του επιρρηματικού προσδιορισμού που σχηματίζεται με το «με»: έχοντας κάποιο υπονοούμενο, υπονοώντας κάτι
- θα ξανάρθω σε μία ώρα - είπε με νόημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νόημα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νόημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας