κουφότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουφότητα < αρχαία ελληνική κουφότης < κοῦφος, μορφολογικά αναλύεται κουφ- + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουφότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του κούφου, η ελαφρότητα, η επιπολαιότητα, η ματαιοδοξία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κούφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουφότητα
|