↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπολαιότητα οι επιπολαιότητες
      γενική της επιπολαιότητας των επιπολαιοτήτων
    αιτιατική την επιπολαιότητα τις επιπολαιότητες
     κλητική επιπολαιότητα επιπολαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιπολαιότητα < επιπόλαι(ος) + -ότης > -ότητα (μαρτυρείται από το 1816)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.po.leˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐πο‐λαι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιπολαιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του επιπόλαιου, το να ενεργεί κανείς χωρίς σκέψη
  2. (συνεκδοχικά) κάθε ενέργεια ή λόγος που είναι επιπόλαιος ή γίνεται επιπόλαια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία