ευθυκρισία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ευθυκρισία (μαρτυρείται από το 1825)[1] < ευθυ- + κρίσ(η) +-ία κατά την (ελληνιστική κοινή) δικαιοκρισία[2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.fθi.kɾiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θυ‐κρι‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ευθυκρισία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εὐθυκρισία (πολυτονικό σύστημα, πριν από την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευθυκρισία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 420, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ευθυκρισία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας