πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθυκρισία οι ευθυκρισίες
      γενική της ευθυκρισίας των ευθυκρισιών
    αιτιατική την ευθυκρισία τις ευθυκρισίες
     κλητική ευθυκρισία ευθυκρισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ευθυκρισία (μαρτυρείται από το 1825)[1] < ευθυ- + κρίσ(η) +-ία κατά την (ελληνιστική κοινή) δικαιοκρισία[2]
ΔΦΑ : /e.fθi.kɾiˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευθυκρισία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευθυκρισία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 420, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ευθυκρισία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας