επιπόλαιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιπόλαιος < αρχαία ελληνική ἐπιπόλαιος (επιφανειακός) < ἐπιπολή (επιφάνεια)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
επιπόλαιος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που δεν σκέπτεται σοβαρά πριν κάνει κάτι, απερίσκεπτος
- (ενέργεια) που γίνεται απερίσκεπτα ή χωρίς την απαιτούμενη προσοχή, πρόχειρος, επιφανειακός
- χωρίς βάθος, ασήμαντος
- επιπόλαιο αίσθημα
- (για τραύμα) επιφανειακός, ασήμαντος, όχι σοβαρός