superficiel
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | superficiel | superficiels |
θηλυκό | superficielle | superficielles |
superficiel (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | superficiel | superficiels |
θηλυκό | superficielle | superficielles |
superficiel (fr) αρσενικό