επιφανειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιφανειακός < επιφάνεια + -ακός < αρχαία ελληνική ἐπιφάνεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.fa.ni.aˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαεπιφανειακός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με την επιφάνεια, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (μεταφορικά) πρόχειρος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιφανειακός