↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόχειρος η πρόχειρη το πρόχειρο
      γενική του πρόχειρου της πρόχειρης του πρόχειρου
    αιτιατική τον πρόχειρο την πρόχειρη το πρόχειρο
     κλητική πρόχειρε πρόχειρη πρόχειρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόχειροι οι πρόχειρες τα πρόχειρα
      γενική των πρόχειρων των πρόχειρων των πρόχειρων
    αιτιατική τους πρόχειρους τις πρόχειρες τα πρόχειρα
     κλητική πρόχειροι πρόχειρες πρόχειρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόχειρος < αρχαία ελληνική πρόχειρος < (πρό) πρό- + χείρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πρόχειρος, -η, -ο

  1. που έχει γίνει χωρίς μεγάλη προσοχή, με βιασύνη ή χωρίς τη χρήση των κατάλληλων υλικών ή μέσων
  2. που δεν τον έχουμε επεξεργαστεί όσο πρέπει, αλλά βρίσκεται σε μια πρωτόλεια ή πρώτη μορφή ή κατάσταση
  3. που βρίσκεται εύκολα
  4. προσωρινός
     αντώνυμα: μόνιμος
  5. ανεπίσημος, καθημερινός
     αντώνυμα: επίσημος, καλός
  6. (ουσιαστικοποιημένο) το πρόχειρο: τετράδιο ή μπλοκ για ποικίλες πρόχειρες σημειώσεις

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • εκ του προχείρου: στο πόδι, χωρίς προετοιμασία
  • έχω (κάτι) πρόχειρο: έχω κάτι έτοιμο για άμεση χρησιμοποίηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόχειρος τὸ πρόχειρον
      γενική τοῦ/τῆς προχείρου τοῦ προχείρου
      δοτική τῷ/τῇ προχείρ τῷ προχείρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόχειρον τὸ πρόχειρον
     κλητική ! πρόχειρε πρόχειρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόχειροι τὰ πρόχειρ
      γενική τῶν προχείρων τῶν προχείρων
      δοτική τοῖς/ταῖς προχείροις τοῖς προχείροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προχείρους τὰ πρόχειρ
     κλητική ! πρόχειροι πρόχειρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προχείρω τὼ προχείρω
      γεν-δοτ τοῖν προχείροιν τοῖν προχείροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρόχειρος < πρό- + χείρ + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πρόχειρος

  1. πρόχειρος, που είναι έτοιμος για άμεση χρήση
  2. πρόχειρος, δεν έχει γίνει προπαρασκευή ή μελέτη για αυτόν
  3. κοινός, συνηθισμένος
  4. γρήγορος
  5. προφανής