πρόχειρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόχειρος < αρχαία ελληνική πρόχειρος < (πρό) πρό- + χείρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾos/
Επίθετο
επεξεργασίαπρόχειρος, -η, -ο
- που έχει γίνει χωρίς μεγάλη προσοχή, με βιασύνη ή χωρίς τη χρήση των κατάλληλων υλικών ή μέσων
- που δεν τον έχουμε επεξεργαστεί όσο πρέπει, αλλά βρίσκεται σε μια πρωτόλεια ή πρώτη μορφή ή κατάσταση
- που βρίσκεται εύκολα
- προσωρινός
- ανεπίσημος, καθημερινός
- (ουσιαστικοποιημένο) το πρόχειρο: τετράδιο ή μπλοκ για ποικίλες πρόχειρες σημειώσεις
Εκφράσεις
επεξεργασία- εκ του προχείρου: στο πόδι, χωρίς προετοιμασία
- έχω (κάτι) πρόχειρο: έχω κάτι έτοιμο για άμεση χρησιμοποίηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που δεν έχει γίνει προπαρασκευή ή μελέτη για αυτόν
έτοιμος για άμεση χρησιμοποίηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρόχειρος