Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός ready
συγκριτικός readier
υπερθετικός readiest

ready (en)

  • (όχι πριν από το ουσιαστικό) έτοιμος, ετοιμάζω, πλήρως προετοιμασμένος για αυτό που πρόκειται να κάνω και μπορώ να το ξεκινήσω αμέσως
    ⮡  I am ready for work/for a trip/to act.
    Είμαι έτοιμος για δουλειά/για ταξίδι/να ενεργήσω.
    ⮡  I was not ready for something like this.
    Δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο.
    ⮡  I was ready to leave when…
    Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν…
    ⮡  I am getting the kids ready for school.
    Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο.
    ⮡  Get ready! - Ετοιμάσου!
    ⮡  I will get ready in 5 minutes.
    Θα ετοιμαστώ σε 5 λεπτά.
    ⮡  I will get ready as fast as I can.
    Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ.
    ⮡  Suddenly, as we were getting ready, a torrential downpour started.
    Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
     συνώνυμα:  prepared και set

  Επίρρημα

επεξεργασία

ready (en)

  • (χρησιμοποιείται πριν από παθητική μετοχή, ειδικά σε σύνθετες) έτοιμος, που έχει ήδη ολοκληρωθεί
    ⮡  ready-made clothes - έτοιμα ρούχα
ενεστώτας ready
γ΄ ενικό ενεστώτα readies
αόριστος readied
παθητική μετοχή readied
ενεργητική μετοχή readying

ready (en)

  • (μεταβατικό, επίσημο) ετοιμάζω κάποιον ή κάτι για κάτι ή ετοιμάζομαι
    ⮡  I am readying the kids for school.
    Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο.
    ⮡  They were readying (themselves) for war.
    Ετοιμάζονταν για πόλεμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη prepare