έτοιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έτοιμος | η | έτοιμη | το | έτοιμο |
γενική | του | έτοιμου | της | έτοιμης | του | έτοιμου |
αιτιατική | τον | έτοιμο | την | έτοιμη | το | έτοιμο |
κλητική | έτοιμε | έτοιμη | έτοιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έτοιμοι | οι | έτοιμες | τα | έτοιμα |
γενική | των | έτοιμων | των | έτοιμων | των | έτοιμων |
αιτιατική | τους | έτοιμους | τις | έτοιμες | τα | έτοιμα |
κλητική | έτοιμοι | έτοιμες | έτοιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έτοιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἕτοιμος / ἑτοῖμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.ti.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐τοι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαέτοιμος, -η, -ο
- που έχει ολοκληρώσει όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για να προχωρήσει σε μια πράξη ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση
- ⮡ έφτιαξα τις βαλίτσες μου και είμαι έτοιμος για ταξίδι
- ⮡ ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πατρίδα του
- {συνων}} προετοιμασμένος
- που λόγω χαρακτήρα ή συνθηκών έχει διαρκώς μια τάση να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με πάγια τακτική, παρόμοιο τρόπο
- ⮡ Αμάν πια! Έτοιμος για καβγά είσαι πάντα!
- που έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του ή οποιαδήποτε άλλη εργασία (επισκευή, συντήρηση κλπ)
- που το έχει ετοιμάσει ή φροντίσει κάποιος άλλος για μας
- ⮡ έτοιμο φαγητό: δεν μαγειρεύτηκε στο σπίτι, αλλά αγοράστηκε από εστιατόριο
- ⮡ αυτός πάει στο ράφτη, δεν παίρνει έτοιμο ρούχο από ετοιματζίδικο
- ⮡ είναι πολύ καλομαθημένος και έχει συνηθίσει να τα βρίσκει όλα έτοιμα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανετοίμαστος
- ανέτοιμος
- απροετοιμασία
- απροετοίμαστα
- απροετοίμαστος
- ετοιμάζω
- ετοιμασία
- ετοιματζίδικος
- ετοιμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ετοιμο- στο Βικιλεξικό
- ετοιμόγεννη
- ετοιμόγεννος
- ετοιμοθάνατος
- ετοιμόλογος
- ετοιμοπαράδοτος
- ετοιμοπόλεμος
- ετοιμόρροπος
- ετοιμότητα
- πανέτοιμος
- προετοιμάζω
- προετοιμασία
Εκφράσεις
επεξεργασία- έσο έτοιμος (έμβλημα των προσκόπων)