Δείτε επίσης: ἕτοιμος, ἑτοῖμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έτοιμος η έτοιμη το έτοιμο
      γενική του έτοιμου της έτοιμης του έτοιμου
    αιτιατική τον έτοιμο την έτοιμη το έτοιμο
     κλητική έτοιμε έτοιμη έτοιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έτοιμοι οι έτοιμες τα έτοιμα
      γενική των έτοιμων των έτοιμων των έτοιμων
    αιτιατική τους έτοιμους τις έτοιμες τα έτοιμα
     κλητική έτοιμοι έτοιμες έτοιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έτοιμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἕτοιμος / ἑτοῖμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.ti.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐τοι‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

έτοιμος, -η, -ο

  1. που έχει ολοκληρώσει όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες για να προχωρήσει σε μια πράξη ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση
    ⮡  έφτιαξα τις βαλίτσες μου και είμαι έτοιμος για ταξίδι
    ⮡  ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πατρίδα του
    {συνων}} προετοιμασμένος
  2. που λόγω χαρακτήρα ή συνθηκών έχει διαρκώς μια τάση να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με πάγια τακτική, παρόμοιο τρόπο
    ⮡  Αμάν πια! Έτοιμος για καβγά είσαι πάντα!
  3. που έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του ή οποιαδήποτε άλλη εργασία (επισκευή, συντήρηση κλπ)
    ⮡  το αυτοκίνητό σας θα είναι έτοιμο σε καμιά ωρίτσα
    ⮡  σου έχω έτοιμη δουλειά: στημένη τέλεια για να αποδώσει άμεσα
  4. που το έχει ετοιμάσει ή φροντίσει κάποιος άλλος για μας
    ⮡  έτοιμο φαγητό: δεν μαγειρεύτηκε στο σπίτι, αλλά αγοράστηκε από εστιατόριο
    ⮡  αυτός πάει στο ράφτη, δεν παίρνει έτοιμο ρούχο από ετοιματζίδικο
    ⮡  είναι πολύ καλομαθημένος και έχει συνηθίσει να τα βρίσκει όλα έτοιμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία