προετοιμασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
προετοιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προετοιμάζομαι < προετοιμάζω
Μετοχή επεξεργασία
προετοιμασμένος, -η, -ο
- που προνόησε ή προειδοποιήθηκε για κάτι και ετοιμάστηκε, που δεν αιφνιδιάζεται από ένα γεγονός αλλά το περιμένει και έχει φροντίσει να το αντιμετωπίσει
- νόμιζε ότι δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, αλλά εγώ ήμουν προετοιμασμένος