↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προετοιμασμένος η προετοιμασμένη το προετοιμασμένο
      γενική του προετοιμασμένου της προετοιμασμένης του προετοιμασμένου
    αιτιατική τον προετοιμασμένο την προετοιμασμένη το προετοιμασμένο
     κλητική προετοιμασμένε προετοιμασμένη προετοιμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προετοιμασμένοι οι προετοιμασμένες τα προετοιμασμένα
      γενική των προετοιμασμένων των προετοιμασμένων των προετοιμασμένων
    αιτιατική τους προετοιμασμένους τις προετοιμασμένες τα προετοιμασμένα
     κλητική προετοιμασμένοι προετοιμασμένες προετοιμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

προετοιμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προετοιμάζομαι < προετοιμάζω

προετοιμασμένος, -η, -ο

  1. που προνόησε ή προειδοποιήθηκε για κάτι και ετοιμάστηκε, που δεν αιφνιδιάζεται από ένα γεγονός αλλά το περιμένει και έχει φροντίσει να το αντιμετωπίσει
    νόμιζε ότι δεν είχα ιδέα για όλα αυτά, αλλά εγώ ήμουν προετοιμασμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία