prepared
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | prepared |
συγκριτικός | more prepared |
υπερθετικός | most prepared |
prepared (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ready
παραθετικά | |
θετικός | prepared |
συγκριτικός | more prepared |
υπερθετικός | most prepared |
prepared (en)