παραθετικά
θετικός prepared
συγκριτικός more prepared
υπερθετικός most prepared

prepared (en)

  1. έτοιμος, πρόθυμος
  2. έτοιμος, προετοιμασμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη ready

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία