πρόθυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρόθυμος | η | πρόθυμη | το | πρόθυμο |
γενική | του | πρόθυμου | της | πρόθυμης | του | πρόθυμου |
αιτιατική | τον | πρόθυμο | την | πρόθυμη | το | πρόθυμο |
κλητική | πρόθυμε | πρόθυμη | πρόθυμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρόθυμοι | οι | πρόθυμες | τα | πρόθυμα |
γενική | των | πρόθυμων | των | πρόθυμων | των | πρόθυμων |
αιτιατική | τους | πρόθυμους | τις | πρόθυμες | τα | πρόθυμα |
κλητική | πρόθυμοι | πρόθυμες | πρόθυμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόθυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόθυμος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐θυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαπρόθυμος, -η, -ο
- που έχει θετική διάθεση να εργαστεί ή /και να βοηθήσει σε κάτι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόθυμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόθυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπρόθυμος
Πηγές
επεξεργασία- πρόθυμος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πρόθυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόθυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.