Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός willing
συγκριτικός more willing
υπερθετικός most willing

willing (en)

  • πρόθυμος, που έχει τη θέληση να κάνει κάτι
    ⮡  a willing worker - πρόθυμος εργάτης
    ⮡  I am willing to meet you halfway.
    Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

willing (en)