willing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | willing |
συγκριτικός | more willing |
υπερθετικός | most willing |
willing (en)
- πρόθυμος, που έχει τη θέληση να κάνει κάτι
- ⮡ a willing worker - πρόθυμος εργάτης
- ⮡ I am willing to meet you halfway.
- Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwilling (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του will
Πηγές
επεξεργασία- willing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρόθυμος