Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɪl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
will wills

will (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέληση, η βούληση, η ικανότητα να ελέγχω τις σκέψεις και τις πράξεις μου για να πετύχω αυτό που θέλω να κάνω· μια ισχυρή και αποφασιστική επιθυμία να κάνω κάτι που θέλω να κάνω
    ⮡  He has no will of his own.
    Δεν έχει δική του θέληση.
    ⮡  Will can conquer habit.
    Η θέληση νικάει τη συνήθεια.
    ⮡  She has a strong/weak will.
    Έχει δυνατή/αδύνατη θέληση.
    ⮡  freedom of will - η ελευθερία της βουλήσεως
    ⮡  Freedom of will presupposes the possibility of choice.
    Η ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής.
     συνώνυμα: willpower
  2. (μόνο ενικός) η βούληση, η θέληση, τι θέλει κάποιος να συμβεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  The government has the political will to proceed with changes.
    Η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να προχωρήσει σε αλλαγές.
    ⮡  Elections directly express the people’s will.
    Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
    ⮡  He did it of his own free will.
    Το έκαμε με τη θέλησή του.
    ⮡  Where there’s a will there’s a way.
    Όταν υπάρχει θέληση υπάρχει τρόπος.
  3. (νομικός όρος) η διαθήκη
    ⮡  opening/reading a will - άνοιγμα/ανάγνωση διαθήκης
    ⮡  He died without having the time to make/leave a will.
    Πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει/να αφήσει διαθήκη.
  4. (-willed, σε επίθετα) με θέληση
    ⮡  strong-willed - με δυνατή θέληση
    ⮡  weak-willed - με αδύνατη θέληση

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας will
γ΄ ενικό ενεστώτα wills
αόριστος willed
παθητική μετοχή willed
ενεργητική μετοχή willing

will (en)

ενεστώτας will
γ΄ ενικό ενεστώτα will
αόριστος would
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή willing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

will (en)

  1. (modal verb) συμμετέχει στον σχηματισμό του μέλλοντα, σε ρόλο αντίστοιχο με το ελληνικό θα
    ⮡  I will always love you.
    Θα σε αγαπώ για πάντα.
    ⮡  I will do it.
    Θα το κάνω.
  2. (modal verb) θέλω, συνήθως κάνω κάτι
    ⮡  He will play in the street, whatever you say.
    Θέλει να παίζει στο δρόμο ό,τι και να λες εσύ.
  3. (modal verb) θέλω, εκφράζω τη συναίνεση μου, δέχομαι
    ⮡  I will not have you smoking in the bedroom.
    Δε θέλω να καπνίζεις στην κρεβατοκάμαρα.
    ⮡  I asked her to marry me but she would not.
    Της ζήτησα να παντρεύουμε αλλά δε θέλησε.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • 'll (συναίρεση)

Εκφράσεις

επεξεργασία