will
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
will | wills |
will (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η θέληση, η βούληση, η ικανότητα να ελέγχω τις σκέψεις και τις πράξεις μου για να πετύχω αυτό που θέλω να κάνω· μια ισχυρή και αποφασιστική επιθυμία να κάνω κάτι που θέλω να κάνω
- ⮡ He has no will of his own.
- Δεν έχει δική του θέληση.
- ⮡ Will can conquer habit.
- Η θέληση νικάει τη συνήθεια.
- ⮡ She has a strong/weak will.
- Έχει δυνατή/αδύνατη θέληση.
- ⮡ freedom of will - η ελευθερία της βουλήσεως
- ⮡ Freedom of will presupposes the possibility of choice.
- Η ελευθερία της βουλήσεως προϋποθέτει δυνατότητα επιλογής.
- ≈ συνώνυμα: willpower
- ⮡ He has no will of his own.
- (μόνο ενικός) η βούληση, η θέληση, τι θέλει κάποιος να συμβεί σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ The government has the political will to proceed with changes.
- Η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση να προχωρήσει σε αλλαγές.
- ⮡ Elections directly express the people’s will.
- Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
- ⮡ He did it of his own free will.
- Το έκαμε με τη θέλησή του.
- ⮡ Where there’s a will there’s a way.
- Όταν υπάρχει θέληση υπάρχει τρόπος.
- ⮡ The government has the political will to proceed with changes.
- (νομικός όρος) η διαθήκη
- ⮡ opening/reading a will - άνοιγμα/ανάγνωση διαθήκης
- ⮡ He died without having the time to make/leave a will.
- Πέθανε χωρίς να προλάβει να κάνει/να αφήσει διαθήκη.
- (-willed, σε επίθετα) με θέληση
- ⮡ strong-willed - με δυνατή θέληση
- ⮡ weak-willed - με αδύνατη θέληση
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα 1
επεξεργασίαενεστώτας | will |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wills |
αόριστος | willed |
παθητική μετοχή | willed |
ενεργητική μετοχή | willing |
will (en)
Ρήμα 2
επεξεργασίαενεστώτας | will |
γ΄ ενικό ενεστώτα | will |
αόριστος | would |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | willing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
will (en)
- (modal verb) συμμετέχει στον σχηματισμό του μέλλοντα, σε ρόλο αντίστοιχο με το ελληνικό θα
- ⮡ I will always love you.
- Θα σε αγαπώ για πάντα.
- ⮡ I will do it.
- Θα το κάνω.
- ⮡ I will always love you.
- (modal verb) θέλω, συνήθως κάνω κάτι
- ⮡ He will play in the street, whatever you say.
- Θέλει να παίζει στο δρόμο ό,τι και να λες εσύ.
- ⮡ He will play in the street, whatever you say.
- (modal verb) θέλω, εκφράζω τη συναίνεση μου, δέχομαι
- ⮡ I will not have you smoking in the bedroom.
- Δε θέλω να καπνίζεις στην κρεβατοκάμαρα.
- ⮡ I asked her to marry me but she would not.
- Της ζήτησα να παντρεύουμε αλλά δε θέλησε.
- ⮡ I will not have you smoking in the bedroom.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- 'll (συναίρεση)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- will (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- will (επίσημο verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- will (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- will (modal verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 369-370. ISBN 9780194325684., λήμμα: θέλω