at will
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαat will (en)
- (ιδιωματισμός) κατά βούληση, οπότε μου κάνει κέφι
- ⮡ You can come and go at will.
- Μπορείς να πηγαινοέρχεται κατά βούληση.
- ⮡ You can come and go at will.
at will (en)