κληροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κληροδοτώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληροδοτέω / κληροδοτῶ[1] < αρχαία ελληνική κλῆρος (κλήρος) + -δοτῶ (-δοτώ) του δίδωμι (δίνω)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kli.ɾo.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐ρο‐δο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίακληροδοτώ, αόρ.: κληροδότησα, παθ.φωνή: κληροδοτούμαι, π.αόρ.: κληροδοτήθηκα, μτχ.π.π.: κληροδοτημένος
- (νομικός όρος) δίνω, παραχωρώ κάτι με κληροδοσία
- (μεταφορικά) παραδίδω πνευματικό αγαθό στους μεταγενέστερους
- ⮡ η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός κληροδότησαν τις αξίες τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακληροδότητος
- κληροδοσία
- κληροδότημα
- κληροδοτημένος
- κληροδότης
- κληροδότρια
- προκληροδότημα
- προκληροδοτώ
- → δείτε τις λέξεις κλήρος και δίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κληροδοτώ | κληροδοτούσα | θα κληροδοτώ | να κληροδοτώ | κληροδοτώντας | |
β' ενικ. | κληροδοτείς | κληροδοτούσες | θα κληροδοτείς | να κληροδοτείς | ||
γ' ενικ. | κληροδοτεί | κληροδοτούσε | θα κληροδοτεί | να κληροδοτεί | ||
α' πληθ. | κληροδοτούμε | κληροδοτούσαμε | θα κληροδοτούμε | να κληροδοτούμε | ||
β' πληθ. | κληροδοτείτε | κληροδοτούσατε | θα κληροδοτείτε | να κληροδοτείτε | κληροδοτείτε | |
γ' πληθ. | κληροδοτούν(ε) | κληροδοτούσαν(ε) | θα κληροδοτούν(ε) | να κληροδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κληροδότησα | θα κληροδοτήσω | να κληροδοτήσω | κληροδοτήσει | ||
β' ενικ. | κληροδότησες | θα κληροδοτήσεις | να κληροδοτήσεις | κληροδότησε | ||
γ' ενικ. | κληροδότησε | θα κληροδοτήσει | να κληροδοτήσει | |||
α' πληθ. | κληροδοτήσαμε | θα κληροδοτήσουμε | να κληροδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | κληροδοτήσατε | θα κληροδοτήσετε | να κληροδοτήσετε | κληροδοτήστε | ||
γ' πληθ. | κληροδότησαν κληροδοτήσαν(ε) |
θα κληροδοτήσουν(ε) | να κληροδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κληροδοτήσει | είχα κληροδοτήσει | θα έχω κληροδοτήσει | να έχω κληροδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κληροδοτήσει | είχες κληροδοτήσει | θα έχεις κληροδοτήσει | να έχεις κληροδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κληροδοτήσει | είχε κληροδοτήσει | θα έχει κληροδοτήσει | να έχει κληροδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κληροδοτήσει | είχαμε κληροδοτήσει | θα έχουμε κληροδοτήσει | να έχουμε κληροδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κληροδοτήσει | είχατε κληροδοτήσει | θα έχετε κληροδοτήσει | να έχετε κληροδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κληροδοτήσει | είχαν κληροδοτήσει | θα έχουν κληροδοτήσει | να έχουν κληροδοτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κληροδοτούμαι | κληροδοτούμουν | θα κληροδοτούμαι | να κληροδοτούμαι | ||
β' ενικ. | κληροδοτείσαι | κληροδοτούσουν | θα κληροδοτείσαι | να κληροδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | κληροδοτείται | κληροδοτούνταν | θα κληροδοτείται | να κληροδοτείται | ||
α' πληθ. | κληροδοτούμαστε | κληροδοτούμασταν κληροδοτούμαστε |
θα κληροδοτούμαστε | να κληροδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | κληροδοτείστε | κληροδοτούσασταν κληροδοτούσαστε |
θα κληροδοτείστε | να κληροδοτείστε | κληροδοτείστε | |
γ' πληθ. | κληροδοτούνται | κληροδοτούνταν | θα κληροδοτούνται | να κληροδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κληροδοτήθηκα | θα κληροδοτηθώ | να κληροδοτηθώ | κληροδοτηθεί | ||
β' ενικ. | κληροδοτήθηκες | θα κληροδοτηθείς | να κληροδοτηθείς | κληροδοτήσου | ||
γ' ενικ. | κληροδοτήθηκε | θα κληροδοτηθεί | να κληροδοτηθεί | |||
α' πληθ. | κληροδοτηθήκαμε | θα κληροδοτηθούμε | να κληροδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | κληροδοτηθήκατε | θα κληροδοτηθείτε | να κληροδοτηθείτε | κληροδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | κληροδοτήθηκαν κληροδοτηθήκαν(ε) |
θα κληροδοτηθούν(ε) | να κληροδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κληροδοτηθεί | είχα κληροδοτηθεί | θα έχω κληροδοτηθεί | να έχω κληροδοτηθεί | κληροδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις κληροδοτηθεί | είχες κληροδοτηθεί | θα έχεις κληροδοτηθεί | να έχεις κληροδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κληροδοτηθεί | είχε κληροδοτηθεί | θα έχει κληροδοτηθεί | να έχει κληροδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κληροδοτηθεί | είχαμε κληροδοτηθεί | θα έχουμε κληροδοτηθεί | να έχουμε κληροδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κληροδοτηθεί | είχατε κληροδοτηθεί | θα έχετε κληροδοτηθεί | να έχετε κληροδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κληροδοτηθεί | είχαν κληροδοτηθεί | θα έχουν κληροδοτηθεί | να έχουν κληροδοτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κληροδοτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.