• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κληροδότης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κληροδότης οι κληροδότες
      γενική του κληροδότη των κληροδοτών
    αιτιατική τον κληροδότη τους κληροδότες
     κλητική κληροδότη κληροδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κληροδότης < ελληνιστική κοινή κληροδότης < αρχαία ελληνική κλῆρος + δίδωμι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κληροδότης αρσενικό (θηλυκό κληροδότρια)

  • κάποιος που κληροδοτεί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις κληροδοτώ, κλήρος και δίνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • διαθέτης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κληροδότης
  • αγγλικά : testator (en)
  • γερμανικά : Erblasser (de) αρσενικό
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κληροδότης&oldid=7111445"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:42

Γλώσσες

    • Deutsch
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:42.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας