κλήρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κλήρος | οι | κλήροι |
γενική | του | κλήρου | των | κλήρων |
αιτιατική | τον | κλήρο | τους | κλήρους |
κλητική | κλήρε | κλήροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλήρος < αρχαία ελληνική κλῆρος
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλήρος αρσενικό
- δελτίο ή άλλο αντικείμενο που χρησιμοποιείται σε μια κλήρωση
- αυτό που παίρνει κάποιος όταν κάτι μοιράζεται με κλήρωση
- (μεταφορικά) το μερίδιο του καθενός στη ζωή, όπως το μοίρασε ο Θεός, η μοίρα του καθενός
- τα αγροτεμάχια, κληροτεμάχια, που συνιστούν κτηματική περιουσία κάποιου
- (θρησκεία) το σύνολο των ιερέων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλήρος
|