lot
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lot (en)
- μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα
- ↪ I have a lot of money - → λείπει η μετάφραση
- ↪ there were lots of people
- ένα πλήθος από αντικείμενα ή ανθρώπους που θεωρούνται συλλογικά ως μια ενότητα
- ένα αντικείμενο ή μια ομάδα αντικειμένων που προσφέρεται προς πώληση (πχ σε δημοπρασία) ως μια ενότητα
- ↪ his belongings are to be auctioned off in 3 lots - → λείπει η μετάφραση
- κομμάτι γης, που προορίζεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, οικόπεδο
- το κινηματογραφικό στούντιο
- κλήρος
ΡήμαΕπεξεργασία
lot (en)
- διαμοιράζω κάτι, διαιρώ κάτι σε μερίδια
- χωρίζω μια έκταση γης σε οικόπεδα
- κληρώνω
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- lot < → λείπει η ετυμολογία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lot | lots |
lot (fr) αρσενικό
- ένα μέρος ενός συνόλου που μοιράζεται μεταξύ πολλών ανθρώπων
- (στον Καναδά, στο παρελθόν) ένα μέρος ενός καντονίου που δίνεται προσωρινά από το Κράτος σε έναν ιδιώτη ώστε αυτός να το ξεχερσώσει
- (λανθασμένη χρήση) ένα κομμάτι γης
- ένα σύνολο προϊόντων ή εμπορευμάτων που δίνονται ή πωλούνται ταυτόχρονα
- ≈ συνώνυμα: assortiment, stock
- (κατʼ επέκταση) ένα σύνολο ανθρώπων, σχετικά ομογενές, που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά
- μία ποσότητα ενός προϊόντος του πετρελαίου που στέλνεται ξεχωριστά από το υπόλοιπο μέσα σε έναν αγωγό
- κομμάτι γης, που προορίζεται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, οικόπεδο, τεμάχιο
- ο κλήρος, οποιοδήποτε αντικείμενο χρησιμοποιείται σε μια κλήρωση
- η τύχη, η μοίρα, ο κλήρος ενός ανθρώπου στη ζωή
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lot (pl) αρσενικό
Επεξεργασία
- latawiec
- latać
- lecieć
- lotka
- lotnictwo
- lotniczka
- lotniczo
- lotniczy
- lotnie
- lotnik
- lotnisko
- lotniskowiec
- lotny
- nalot
- nielotny
- odlatywać
- odlecieć
- odlot
- podlatywać
- podlecieć
- podlotek
- polatać
- polatucha
- polecieć
- przelot
- przylatywać
- przylecieć
- przylot
- ulatywać
- ulecieć
- ulotka
- wylatać
- wylecieć
- wylot
- wzlatywać
- zlatywać
- zlecieć