↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετρέλαιο τα πετρέλαια
      γενική του πετρέλαιου
πετρελαίου
των πετρέλαιων
πετρελαίων
    αιτιατική το πετρέλαιο τα πετρέλαια
     κλητική πετρέλαιο πετρέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρέλαιο < λόγια σύνθεση: πέτρ(α) + -έλαιο, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrole[1] < μεσαιωνική λατινική petroleum[2] < αρχαία ελληνική πέτρα + ἔλαιον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈtɾe.le.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τρέ‐λαι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πετρέλαιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πετρέλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία