πετρελαιοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πετρελαιοφόρος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -φόρος (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolier. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrolifère)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπετρελαιοφόρος, -α / -ος, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- πετρελαιοφόρο
- → δείτε τις λέξεις πετρέλαιο, πέτρα, έλαιο και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετρελαιοφόρος
|