• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δεξαμενόπλοιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεξαμενόπλοιο τα δεξαμενόπλοια
      γενική του δεξαμενόπλοιου των δεξαμενόπλοιων
    αιτιατική το δεξαμενόπλοιο τα δεξαμενόπλοια
     κλητική δεξαμενόπλοιο δεξαμενόπλοια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεξαμενόπλοιο < δεξαμενή + -ο- + πλοίο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tanker)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεξαμενόπλοιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) πλοίο που μεταφέρει πετρέλαιο ή άλλα καύσιμα σε δεξαμενές

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • γκαζάδικο
  • πετρελαιοφόρο
  • τάνκερ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις δεξαμενή και πλοίο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δεξαμενόπλοιο
  • αγγλικά : tanker (en)
  • γαλλικά : tanker (fr), bateau-citerne (fr)
  • ισπανικά : barco cisterna (es), buque cisterna (es)
  • πολωνικά : tankowiec (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δεξαμενόπλοιο&oldid=5465677"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:43

Γλώσσες

    • Suomi
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας