δεξαμενόπλοιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεξαμενόπλοιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πλοίο που μεταφέρει πετρέλαιο ή άλλα καύσιμα σε δεξαμενές
δεξαμενόπλοιο ουδέτερο