Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεξαμενόπλοιο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικές λέξεις
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δεξαμενόπλοι
ο
τα
δεξαμενόπλοι
α
γενική
του
δεξαμενόπλοι
ου
των
δεξαμενόπλοι
ων
αιτιατική
το
δεξαμενόπλοι
ο
τα
δεξαμενόπλοι
α
κλητική
δεξαμενόπλοι
ο
δεξαμενόπλοι
α
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
δεξαμενόπλοιο
<
δεξαμενή
+
-ο-
+
πλοίο
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
tanker
)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
δεξαμενόπλοιο
ουδέτερο
(
ναυτικός όρος
)
πλοίο
που μεταφέρει
πετρέλαιο
ή άλλα
καύσιμα
σε
δεξαμενές
Συνώνυμα
Επεξεργασία
γκαζάδικο
πετρελαιοφόρο
τάνκερ
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δεξαμενή
και
πλοίο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
δεξαμενόπλοιο
αγγλικά
:
tanker
(en)
γαλλικά
:
tanker
(fr)
,
bateau-citerne
(fr)