ενικός         πληθυντικός  
tanker tankers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tanker < tank + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tanker (en)

  1. (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο, τάνκερ
    → δείτε και τον όρο oil tanker
  2. (στρατιωτικός όρος) o αρματιστής· η αρματίστρια
    → δείτε και τη λέξη tankman



  Ετυμολογία

επεξεργασία
tanker < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tanker (fr) αρσενικό