tanker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tanker | tankers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtanker (en)
- (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο, τάνκερ
- → δείτε και τον όρο oil tanker
- (στρατιωτικός όρος) o αρματιστής· η αρματίστρια
- → δείτε και τη λέξη tankman
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tanker < (άμεσο δάνειο) αγγλική tanker
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtanker (fr) αρσενικό