Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετρελαιοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετρελαιοφόρ
ο
τα
πετρελαιοφόρ
α
γενική
του
πετρελαιοφόρ
ου
των
πετρελαιοφόρ
ων
αιτιατική
το
πετρελαιοφόρ
ο
τα
πετρελαιοφόρ
α
κλητική
πετρελαιοφόρ
ο
πετρελαιοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετρελαιοφόρο
<
ουδέτερο
του
πετρελαιοφόρος
Πετρελαιοφόρο
στον Βόσπορο.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετρελαιοφόρο
ουδέτερο
(
ναυτικός όρος
) το
δεξαμενόπλοιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετρελαιοφόρο
γαλλικά
:
pétrolier
(fr)
→
δείτε
τη λέξη
δεξαμενόπλοιο