Δείτε επίσης: Πέτρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέτρα οι πέτρες
      γενική της πέτρας των πετρών
    αιτιατική την πέτρα τις πέτρες
     κλητική πέτρα πέτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μάντρα φτιαγμένη από πέτρες.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέτρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέτρα (βράχος). Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpe.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέτρα θηλυκό

  1. (ορυκτολογία) σκληρό ορυκτό διαφόρων σχημάτων και μεγεθών που αφθονεί πάνω από τη γη και μέσα σ’ αυτή
  2. (ιατρική) συσσωμάτωση αλάτων που εμφανίζεται σε ορισμένα όργανα του σώματος
    ⮡  πέτρα στα νεφρά
  3. (μεταφορικά) κάτι πολύ σκληρό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πέτρ αἱ πέτραι
      γενική τῆς πέτρᾱς τῶν πετρῶν
      δοτική τῇ πέτρ ταῖς πέτραις
    αιτιατική τὴν πέτρᾱν τὰς πέτρᾱς
     κλητική ! πέτρ πέτραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέτρ
γεν-δοτ τοῖν  πέτραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέτρα < αβέβαιης ετυμολογίας. Δεν συνδέεται με τα ρήματα πίπτω, πετάννυμι.[1]
Σύμφωνα με τον Beekes μάλλον έχει προελληνική προέλευση.[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέτρα, -ας θηλυκό

  1. πέτρα, ύφαλος ή προεξοχή από πέτρα
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 35 (33-35)
    νηλεές, οὐκ ἄρα σοί γε πατὴρ ἦν ἱππότα Πηλεύς, | οὐδὲ Θέτις μήτηρ· γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα | πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι, ὅτι τοι νόος ἐστὶν ἀπηνής.
    Σκληρέ· πατέρας σου ο Πηλεύς δεν ήταν μήτε η Θέτις | μητέρ᾽, αλλά σ᾽ εγέννησαν η θάλασσα και οι βράχοι, | τόσο είναι η γνώμη ασύντριφτη μες στ᾽ άπονά σου στήθη·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 59 (59-60)
    ἔνθεν μὲν γὰρ πέτραι ἐπηρεφέες, προτὶ δ᾽ αὐτὰς | κῦμα μέγα ῥοχθεῖ κυανώπιδος Ἀμφιτρίτης·
    Στην από δω μεριά δυο βράχοι κατακόρυφοι αντικρίζονται, | όπου μουγκρίζει αφρίζοντας της Αμφιτρίτης, με τα σκοτεινά της μάτια, το μεγάλο κύμα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. βραχώδης κορυφή ή κορυφογραμμή
  3. σπηλιά σε βράχο
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 22 (22-23)
    σέβω δὲ νύμφας, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα | κοίλη, φίλορνις, δαιμόνων ἀναστροφή·
    και προσκυνώ τις νύφες του Κωρύκειου άντρου | που τα πουλιά αγαπούν και που θεοί συχνάζουν,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 16 (16-19)
    σκοπεῖν θ᾽ ὅπου ᾽στ᾽ ἐνταῦθα δίστομος πέτρα | τοιάδ᾽, ἵν᾽ ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ | πάρεστιν ἐνθάκησις, ἐν θέρει δ᾽ ὕπνον | δι᾽ ἀμφιτρῆτος αὐλίου πέμπει πνοή.
    και να κοιτάξεις πού είναι μια δίστομη σπηλιά εδώ κάπου, | τέτοια που να την πιάνει ο ήλιος το χειμώνα | κι από τις δυο μεριές και που το θέρος | να φέρνει ύπνο το ρέμα απ᾽ τις δυο πόρτες·
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πέτρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v.- πέτρα σελ. 1182 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.