πετριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετριά | οι | πετριές |
γενική | της | πετριάς | των | πετριών |
αιτιατική | την | πετριά | τις | πετριές |
κλητική | πετριά | πετριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετριά θηλυκό
- η ρίψη μιας πέτρας ή χτύπημα από τέτοια ρίψη
- έφαγε μια γερή πετριά
- η έμμονη ιδέα, μανία για κάτι
- από παιδί είχε την πετριά με τα αθλητικά
- ο κάθε άνθρωπος έχει την πετριά του