Δείτε επίσης: -μανία, Μάνια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανία οι μανίες
      γενική της μανίας
    αιτιατική τη μανία τις μανίες
     κλητική μανία μανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μανία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐νί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) οξεία διαταραχή των ψυχοπνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου· τα συμπτώματά της είναι η υπερκινητικότητα, η έξαρση της φαντασίας, διάσπαση της προσοχής, έμμονες ιδέες, αχαλίνωτη ροή λόγου κ.λπ.
  2. έντονη εμμονή κάποιου για κάτι που το επιδιώκει ή ασχολείται παθιασμένα με αυτό
     συνώνυμα: λόξα, πάθος, ψύχωση
  3. (μεταφορικά) μεγάλη ένταση ενός φυσικού φαινομένου
  4. οργή
  5. παραφροσύνη
  6. μίσος
  7. υπερβολική αγάπη προς κάτι ή κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μαίνομαι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μανία


ζητούμενο λήμμα



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μανί αἱ μανίαι
      γενική τῆς μανίᾱς τῶν μανιῶν
      δοτική τῇ μανί ταῖς μανίαις
    αιτιατική τὴν μανίᾱν τὰς μανίᾱς
     κλητική ! μανί μανίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μανί
γεν-δοτ τοῖν  μανίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μανία < θέμα μαν- (όπως στον αόριστο ἐ-μάν-ην του μαίνομαι), μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (σκέφτομαι) [1] + -ία

ζητούμενο λήμμα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. μανία, μαίνομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.