Δείτε επίσης: -μανία, Μάνια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανία οι μανίες
      γενική της μανίας
    αιτιατική τη μανία τις μανίες
     κλητική μανία μανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μανία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) οξεία διαταραχή των ψυχοπνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου· τα συμπτώματά της είναι η υπερκινητικότητα, η έξαρση της φαντασίας, διάσπαση της προσοχής, έμμονες ιδέες, αχαλίνωτη ροή λόγου κ.λπ.
  2. έντονη εμμονή κάποιου για κάτι που το επιδιώκει ή ασχολείται παθιασμένα με αυτό
     συνώνυμα: λόξα, πάθος, ψύχωση
  3. (μεταφορικά) μεγάλη ένταση ενός φυσικού φαινομένου
  4. οργή
  5. παραφροσύνη
  6. μίσος
  7. υπερβολική αγάπη προς κάτι ή κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μανί αἱ μανίαι
      γενική τῆς μανίᾱς τῶν μανιῶν
      δοτική τῇ μανί ταῖς μανίαις
    αιτιατική τὴν μανίᾱν τὰς μανίᾱς
     κλητική ! μανί μανίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μανί
γεν-δοτ τοῖν  μανίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. μανία, μαίνομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.