μανιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐νιώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανιώ θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του μάνα
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με μανιώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανιώ
|