Δείτε επίσης: μανά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάνα οι μάνες
& μανάδες
      γενική της μάνας των
& μανάδων
    αιτιατική τη μάνα τις μάνες
& μανάδες
     κλητική μάνα μάνες
& μανάδες
Κατηγορία όπως «μάνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μάνα θηλυκό

  1. (οικογένεια) η μητέρα, γυναίκα που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
  2. (οικείο) πρωτότυπο (για έγγραφα, κείμενα)
  3. (μεταφορικά) η ξύλινη βάση του χαρταετού
  4. (μεταφορικά) παίκτης με κεντρικό ή ιδιαίτερο ρόλο σε διάφορα παιχνίδια
  5. (μεταφορικά, στο τάβλι) η θέση από όπου "ξεκινάει" κάποιος (στα περισσότερα παιχνίδια)
  6. (λαϊκότροπο) πηγή νερού

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία