Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολόγυμνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολόγυμν
ος
η
ολόγυμν
η
το
ολόγυμν
ο
γενική
του
ολόγυμν
ου
της
ολόγυμν
ης
του
ολόγυμν
ου
αιτιατική
τον
ολόγυμν
ο
την
ολόγυμν
η
το
ολόγυμν
ο
κλητική
ολόγυμν
ε
ολόγυμν
η
ολόγυμν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολόγυμν
οι
οι
ολόγυμν
ες
τα
ολόγυμν
α
γενική
των
ολόγυμν
ων
των
ολόγυμν
ων
των
ολόγυμν
ων
αιτιατική
τους
ολόγυμν
ους
τις
ολόγυμν
ες
τα
ολόγυμν
α
κλητική
ολόγυμν
οι
ολόγυμν
ες
ολόγυμν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολόγυμνος
ολό- (: πλήρως)
+
γυμνός
Επίθετο
επεξεργασία
ολόγυμνος, -η, -ο
αυτός που είναι εντελώς
γυμνός
, που δε φοράει κανένα απολύτως
ρούχο
Συνώνυμα
επεξεργασία
θεόγυμνος
τσίτσιδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολόγυμνος
αγγλικά
:
naked
(en)