Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόγυμνος η ολόγυμνη το ολόγυμνο
      γενική του ολόγυμνου της ολόγυμνης του ολόγυμνου
    αιτιατική τον ολόγυμνο την ολόγυμνη το ολόγυμνο
     κλητική ολόγυμνε ολόγυμνη ολόγυμνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόγυμνοι οι ολόγυμνες τα ολόγυμνα
      γενική των ολόγυμνων των ολόγυμνων των ολόγυμνων
    αιτιατική τους ολόγυμνους τις ολόγυμνες τα ολόγυμνα
     κλητική ολόγυμνοι ολόγυμνες ολόγυμνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολόγυμνος ολό- (: πλήρως) + γυμνός

  Επίθετο επεξεργασία

ολόγυμνος, -η, -ο

  • αυτός που είναι εντελώς γυμνός, που δε φοράει κανένα απολύτως ρούχο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία