ολόγυμνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολόγυμνος ολό- (: πλήρως) + γυμνός
Επίθετο
επεξεργασίαολόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- (επιτατικό επίθετο) αυτός που είναι εντελώς γυμνός, που δε φοράει κανένα απολύτως ρούχο
ολόγυμνος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)