Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμνός η γυμνή το γυμνό
      γενική του γυμνού της γυμνής του γυμνού
    αιτιατική τον γυμνό τη γυμνή το γυμνό
     κλητική γυμνέ γυμνή γυμνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμνοί οι γυμνές τα γυμνά
      γενική των γυμνών των γυμνών των γυμνών
    αιτιατική τους γυμνούς τις γυμνές τα γυμνά
     κλητική γυμνοί γυμνές γυμνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή → δείτε γυμνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝiˈmnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνός

  Επίθετο επεξεργασία

γυμνός, -ή, -ό

  1. που το σώμα ή μέρος του δεν το καλύπτουν ρούχα
     συνώνυμα: τσίτσιδος
  2. που δε φορά αρκετά ρούχα ή έχει ντυθεί προκλητικά
  3. ό,τι περιλαμβάνει ή προβάλλει ένα σώμα χωρίς ρούχα
    γυμνή φωτογραφία
  4. που παρουσιάζεται όπως πραγματικά είναι, χωρίς στολίδια
    η γυμνή αλήθεια
  5. (μεταφορικά) που δε διαθέτει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που συμβολίζουν την κοινωνική του θέση
    αισθανόταν γυμνός χωρίς χρήματα
  6. (μεταφορικά) ακάλυπτος
    γυμνός τοίχος
  7. (μεταφορικά) ανεπαρκής
    Η πρότασή του είναι γυμνή από ρεαλισμό.
  8. (μεταφορικά, για τα μάτια) χωρίς οπτικό βοήθημα
    Τα μικρόβια δεν μπορούμε να τα δούμε με γυμνό μάτι.
    Δεν πρέπει να κοιτάμε τον ήλιο με γυμνό μάτι.

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
γυμν- 

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γυμνός γυμνή τὸ γυμνόν
      γενική τοῦ γυμνοῦ τῆς γυμνῆς τοῦ γυμνοῦ
      δοτική τῷ γυμν τῇ γυμν τῷ γυμν
    αιτιατική τὸν γυμνόν τὴν γυμνήν τὸ γυμνόν
     κλητική ! γυμνέ γυμνή γυμνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γυμνοί αἱ γυμναί τὰ γυμνᾰ́
      γενική τῶν γυμνῶν τῶν γυμνῶν τῶν γυμνῶν
      δοτική τοῖς γυμνοῖς ταῖς γυμναῖς τοῖς γυμνοῖς
    αιτιατική τοὺς γυμνούς τὰς γυμνᾱ́ς τὰ γυμνᾰ́
     κλητική ! γυμνοί γυμναί γυμνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γυμνώ τὼ γυμνᾱ́ τὼ γυμνώ
      γεν-δοτ τοῖν γυμνοῖν τοῖν γυμναῖν τοῖν γυμνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνός < *gʷomnós < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)

  Επίθετο επεξεργασία

γυμνός, -ή, -όν

  1. γυμνός
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 155 (155-156)
    ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα | γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
    Όμοια το ᾽παθε κάποτε ο Μενέλας. Σα χίμηξε να σφάξει την Ελένη | κι αντίκρισε τ᾽ αφράτα της κυδώνια γυμνά, πέταξε πέρα το σπαθί του!
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  4ος/5ος κε αιώνας Παλλαδάς στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο, επίγραμμα 58 Παλλαδά
    Γῆς ἐπέβην γυμνὸς γυμνὸς θ’ ὑπὸ γαῖαν ἄπειμι· καὶ τὶ μάτην μοχθῶ γυμνὸν ὁρῶν τὸ τέλος;
  2. άοπλος, ανυπεράσπιστος, εκτεθειμένος
    γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν
  3. ο ελαφρά οπλισμένος ή ο άοπλος (αντώνυμο: ὁπλιτοδρόμος, ο δρομέας με πλήρη στρατιωτική εξάρτηση)
  4. ακάλυπτος, αποκαλυμμένος
    γυμνόν τόξον (εκείνο που τραβάει καποιος έξω από τη φαρέτρα για να το χρησιμοποιήσει)
    γυμναί μάχαιραι, γυμνόν ξίφος, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ
    → δείτε και τη λέξη γυμνά
  5. (μεταφορικά) δίχως κάτι, που του έχει αφαιρεθεί κάτι σημαντικό, απογυμνωμένος
    κᾶπος [δένδρων] γυμνός (Κήπος χωρίς δέντρα) (Πίνδαρος)
    ἡ ψυχὴ γυμνή τοῦ σώματος (Πλάτων)
  6. ελεύθερος
    γυμνοί ἵπποι (άλογα χωρίς λουρί)
  7. χωρίς περιστροφές, χωρίς περιττά στολίδια
    γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων
  8. σπανός ή χωρίς γένεια

Παράγωγα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • γυμνῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις: ζητάς το αδύνατο, του ζητάς κάτι που δεν μπορεί να κάνει (ο άοπλος δεν μπορεί να φυλάξει)
  • γυμνότερος λεβηρίδος: χωρίς ούτε φύλλο συκής (χωρις ούτε καν το διαφανές πετσί του φιδιού ή τη μεμβράνη που περιβάλλει το έμβρυο)
  • γυμνὸς ὡς ἐκ μήτρας: όπως τον γέννησε η μάνα του
  • γυμνῇ τῇ κεφαλῇ: ξυπόλητος στ αγκάθια ή βγάζει γλώσσα ή χώνεται, φυτρωνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, ίσως γενικά για ασέβεια

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
γυμν- 

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά:

  Πηγές επεξεργασία