Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνοσάλιαγκας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γυμνοσάλιαγκ
ας
οι
γυμνοσάλιαγκ
ες
γενική
του
γυμνοσάλιαγκ
α
των
γυμνοσαλιάγκ
ων
αιτιατική
τον
γυμνοσάλιαγκ
α
τους
γυμνοσάλιαγκ
ες
κλητική
γυμνοσάλιαγκ
α
γυμνοσάλιαγκ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
πορτοκαλί γυμνοσάλιαγκας
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνοσάλιαγκας
<
γυμνο-
+
σάλιαγκας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυμνοσάλιαγκας
αρσενικό
(
ζωολογία
)
σαλιγκάρι
από τα είδη που δεν έχουν
κέλυφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνοσάλιαγκας
αγγλικά
:
slug
(en)
γαλλικά
:
limace
(fr)
τουρκικά
:
sümüklü böcek
(tr)