Ετυμολογία

επεξεργασία
sümüklü böcek < sümüklü ("μυξιάρης") < sümük ("μύξα") & böcek (έντομο) < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική (κυριολεκτικά: το μυξιάρικο έντομο) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /symycˈly bɶˈd͡ʒɛc/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sümüklü böcek (tr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. sümüklü böcek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν