έντομο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έντομο | τα | έντομα |
γενική | του | εντόμου & έντομου |
των | εντόμων |
αιτιατική | το | έντομο | τα | έντομα |
κλητική | έντομο | έντομα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- έντομο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντομον[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈen.do.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντο‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
έντομο ουδέτερο
- (εντομολογία) μικρόσωμο αρθρωτό ζώο που ανήκει στην ομοταξία Έντομα (Insecta)· έχει έξι πόδια και το σώμα του χωρίζεται με τομές σε τρία μέρη: κεφάλι, θώρακα και κοιλιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ έντομο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας