εντομολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντομολόγος < έντομ(ο) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomologiste
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντομολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (εντομολογία, επάγγελμα) επιστήμονας που μελετά τα έντομα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εντομολόγος