↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εντομολόγος οι εντομολόγοι
      γενική του/της εντομολόγου των εντομολόγων
    αιτιατική τον/την εντομολόγο τους/τις εντομολόγους
     κλητική εντομολόγε εντομολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντομολόγος < έντομ(ο) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomologiste

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντομολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία