entomologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɔ.mɔ.lɔ.ʒist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entomologiste | entomologistes |
entomologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
entomologiste | entomologistes |
entomologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό