• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εντομοφάγος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εντομοφάγος οι εντομοφάγοι
      γενική του/της εντομοφάγου των εντομοφάγων
    αιτιατική τον/την εντομοφάγο τους/τις εντομοφάγους
     κλητική εντομοφάγε εντομοφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εντομοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomophage < αρχαία ελληνική ἔντομ(ον) (< τέμνω) + -ο- + -φάγος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εντομοφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  • που τρώει έντομα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • εντομοφαγία
  • → δείτε τις λέξεις έντομο και τρώω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εντομοφάγος
  • αγγλικά : entomophagous (en), insectivorous (en)
  • γαλλικά : entomophage (fr)
  • πολωνικά : owadożerny (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εντομοφάγος&oldid=5471449"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:07

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 22:07.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie