Δείτε επίσης: -φαγος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φάγος η -φάγος
-φάγα
το -φάγο
      γενική του -φάγου της -φάγου
-φάγας
του -φάγου
    αιτιατική τον -φάγο τη(ν) -φάγο
-φάγα
το -φάγο
     κλητική -φάγε -φάγε
-φάγα
-φάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φάγοι οι -φάγοι
-φάγες
τα -φάγα
      γενική των -φάγων των -φάγων των -φάγων
    αιτιατική τους -φάγους τις -φάγους
-φάγες
τα -φάγα
     κλητική -φάγοι -φάγοι
-φάγες
-φάγα
κλίση επιθέτου με συνθετικό -φάγος
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -φάγος οι -φάγοι
      γενική του/της -φάγου των -φάγων
    αιτιατική τον/τη(ν) -φάγο τους/τις -φάγους
     κλητική -φάγε -φάγοι
κλίση ουσιαστικού με συνθετικό -φάγος
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φάγος < ἔφαγον, αόριστος β' τού ἐσθίω (ενίοτε ο δανεισμός έγινε μέσω ξένης γλώσσας: εντομοφάγος < γαλλικά entomophage) Διαφορετικό το -φαγος.

  Επίθημα

επεξεργασία

-φάγος, -ος / -α, -ο

(λόγιο)
  1. β’ συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν ζώα που τα χαρακτηρίζει κάποιο είδος τροφής
    φυτοφάγος, σαρκοφάγος
  2. β’ συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν κάποιον που του αρέσει να καταναλώνει ό,τι δηλώνει το α’ συνθετικό κυριολεκτικά ή μεταφορικά
    ψαροφάγος, βιβλιοφάγος
  3. β’ συνθετικό ουσιαστικών που χαρακτηρίζουν κάποιο(ν) από το είδος ή τον τρόπο της τροφής του
    μελισσοφάγος, αμετροφάγος



ζητούμενο λήμμα




ζητούμενο λήμμα