↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτοφάγος η φυτοφάγος
φυτοφάγα
το φυτοφάγο
      γενική του φυτοφάγου της φυτοφάγου
φυτοφάγας
του φυτοφάγου
    αιτιατική τον φυτοφάγο τη φυτοφάγο
φυτοφάγα
το φυτοφάγο
     κλητική φυτοφάγε φυτοφάγε
φυτοφάγα
φυτοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτοφάγοι οι φυτοφάγοι
φυτοφάγες
τα φυτοφάγα
      γενική των φυτοφάγων των φυτοφάγων των φυτοφάγων
    αιτιατική τους φυτοφάγους τις φυτοφάγους
φυτοφάγες
τα φυτοφάγα
     κλητική φυτοφάγοι φυτοφάγοι
φυτοφάγες
φυτοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυτοφάγος < φυτ(ό) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

φυτοφάγος, -α, -ο

  • που τρέφεται (αποκλειστικά) με φυτά ή ουσίες φυτικής προέλευσης
    ⮡  τα πρόβατα είναι φυτοφάγα ζώα

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία